- Ὀνασίας
- Ὀνασίᾱς , Ὀνασίηςmasc acc plὈνασίᾱς , Ὀνασίηςmasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ονασίας — (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Ζωγράφος. Ο Παυσανίας αναφέρει (IX, 4,1) ότι ήταν σύγχρονος του ζωγράφου Πολύγνωτου και συνεργάτης του στη ζωγραφική διακόσμηση του ναού της Αρείας Αθηνάς στις Πλαταιές … Dictionary of Greek